lorry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lorry | lorries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lorry (en)
- (μέσο μεταφορών) (Η.Β.) φορτηγό (αυτοκίνητο)
ενικός | πληθυντικός |
lorry | lorries |
lorry (en)