loustic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

(1759) loustic < γερμανική lustig

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lus.tik/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
loustic loustics

loustic (fr) αρσενικό