mélancolie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.lɑ̃.kɔ.li/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mélancolie mélancolies

mélancolie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]