μελαγχολία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελαγχολία < αρχαία ελληνική μελαγχολία < μελάγχολος < μέλας + χολή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɛ.laŋ.xɔ.ˈli.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελαγχολία θηλυκό
- (ψυχολογία) (ψυχιατρική) η κατάσταση αυτού που μελαγχολεί, που θλίβεται και απαισιοδοξεί, ενδεχομένως και αδικαιολόγητα
- «τοῖσι δὲ χολώδεσι τοῦτο πολεμιώτατον γίνεται. λίην γὰρ ἀναξηραίνονται καὶ ὀφθαλμίαι αὐτοῖσιν ἐπιγίνονται ξηραί, καὶ πυρετοὶ ὀξέες καὶ πολυχρόνιοι, ἐνίοισι δὲ καὶ μελαγχολίαι. τῆς γὰρ χολῆς τὸ μὲν ὑγρότατον καὶ ὑδαρέστατον ἀναξηραίνεται καὶ ἀναλίσκεται, τὸ δὲ παχύτατον καὶ δριμύτατον λείπεται καὶ τοῦ αἵματος κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον» (Ιπποκράτης «Περί αέρων, υδάτων, τόπων»)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελαγχολία