μελαγχολικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελαγχολικά < μελαγχολικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μελαγχολικά (τροπικό)
- με μελαγχολικό / θλιμμένο τρόπο
[επεξεργασία]
- μελαγχολία
- μελαγχολικός
- μελαγχολώ
- → δείτε τις λέξεις μέλας και χολή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελαγχολικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μελαγχολικά
- μελαγχολικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού