méridional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- méridional < δημώδης λατινική meridionalis < meridies (νότος)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méridional | méridionaux |
θηλυκό | méridionale | méridionales |
méridional (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méridional | méridionaux |
θηλυκό | méridionale | méridionales |
méridional (fr)