maŭzoleo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- maŭzoleo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | maŭzoleo | maŭzoleoj |
αιτιατική | maŭzoleon | maŭzoleojn |
maŭzoleo (eo)
- το μαυσωλείο