mairie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mairie < maire
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mairie | mairies |
mairie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mairie | mairies |
mairie (fr) θηλυκό