δημαρχείο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημαρχείο < δήμαρχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημαρχείο ουδέτερο
- η επίσημη έδρα ενός δήμου, κτιριακό συγκρότημα όπου στεγάζονται οι δημοτικές αρχές, τα γραφεία και οι υπηρεσίες ενός δήμου