maire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
maire | maires |
maire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η δήμαρχος
- la mère du maire est tombée dans la mer - η μητέρα του δήμαρχου έπεσε στη θάλασσα (λογοπαίγνιο)