malakito
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malakito | malakitoj |
αιτιατική | malakiton | malakitojn |
malakito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malakito | malakitoj |
αιτιατική | malakiton | malakitojn |
malakito (eo)