μαλαχίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλαχίτης οι μαλαχίτες
      γενική του μαλαχίτη των μαλαχιτών
    αιτιατική τον μαλαχίτη τους μαλαχίτες
     κλητική μαλαχίτη μαλαχίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βάζο από κατεργασμένο μαλαχίτη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαλαχίτης < από το φυτό μαλάχη, κοινώς μολόχα (επειδή μοιάζει στο χρώμα των φύλλων της)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαλαχίτης αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]