μολόχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μολόχα | οι | μολόχες |
γενική | της | μολόχας | των | μολοχών |
αιτιατική | τη | μολόχα | τις | μολόχες |
κλητική | μολόχα | μολόχες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]μολόχα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μολόχα < αρχαία ελληνική μολόχη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μολόχα θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) φυτό με παλαμοσχιδή φύλλα και ρόδινα ή μοβ άνθη
- (Τάξη: Μαλαχώδη / Malvales, Οικογένεια: Μαλαχίδες / Malvaceae, Γένος: Μαλάχη / Malva)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μολόχα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)