malleabile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
malleabile | malleabili |
malleabile (it)
- ευέλικτος, εύκολα επεξεργάσιμος
ενικός | πληθυντικός |
malleabile | malleabili |
malleabile (it)