malvenko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malvenko | malvenkoj |
αιτιατική | malvenkon | malvenkojn |
malvenko (eo)
- η ήττα
- la malvenko de la partio - η ήττα του κόμματος