mamelonné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mamelonné < mamelon
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.m(ə)lɔ.ne/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mamelonné | mamelonnés |
θηλυκό | mamelonnée | mamelonnées |
mamelonné (fr)
- λοφώδης, καλυμμένος από εξογκώματα που έχουν μορφή λόφων