mamo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mamo | mamoj |
αιτιατική | mamon | mamojn |
mamo (eo)
- ο μαστός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mamo | mamoj |
αιτιατική | mamon | mamojn |
mamo (eo)