maniacodépressif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maniacodépressif | maniacodépressifs |
θηλυκό | maniacodépressive | maniacodépressives |
maniacodépressif (fr)