manskribita
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manskribita | manskribitaj |
αιτιατική | manskribitan | manskribitajn |
manskribita (eo)
- γραμμένος με το χέρι
- manskribita teksto - χειρόγραφο κείμενο