manuscriptologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- manuscriptologie < λατινική manuscriptum + -logie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
manuscriptologie | manuscriptologies |
manuscriptologie (fr) θηλυκό
- η μελέτη των χειρόγραφων ενός συγγραφέα