mariĥuano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mariĥuano | mariĥuanoj |
αιτιατική | mariĥuanon | mariĥuanojn |
mariĥuano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mariĥuano | mariĥuanoj |
αιτιατική | mariĥuanon | mariĥuanojn |
mariĥuano (eo)