Μετάβαση στο περιεχόμενο

marry

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας marry
γ΄ ενικό ενεστώτα marries
αόριστος married
παθητική μετοχή married
ενεργητική μετοχή marrying

marry (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παντρεύομαι κάποιον, παίρνω για σύζυγο
      John married Joanna.
    Ο Γιάννης παντρεύτηκε την Ιωάννα.
      I never thought she would marry him!
    Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα τον παντρευόταν!
      He married later in life.
    Παντρεύτηκε μεγάλος.
     συνώνυμα: get married
  2. (μεταβατικό) παντρεύω, για τον ιερέα που κάνει μια γαμήλια τελετή στην οποία παντρεύονται δύο άτομα
      Their parish priest married them./They were married by their parish priest.
    Τους πάντρεψε ο παπάς της ενορίας τους.