marry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | marry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marries |
αόριστος | married |
παθητική μετοχή | married |
ενεργητική μετοχή | marrying |
Ρήμα[επεξεργασία]
marry (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παντρεύω, παντρεύομαι
- ↪ I never thought she would marry him!
- Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα τον παντρευόταν!
- ↪ He married later in life.
- Παντρεύτηκε μεγάλος.
- ↪ I never thought she would marry him!