marry
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | marry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marries |
αόριστος | married |
παθητική μετοχή | married |
ενεργητική μετοχή | marrying |
Ρήμα
[επεξεργασία]marry (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παντρεύομαι κάποιον, παίρνω για σύζυγο
- ⮡ John married Joanna.
- Ο Γιάννης παντρεύτηκε την Ιωάννα.
- ⮡ I never thought she would marry him!
- Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα τον παντρευόταν!
- ⮡ He married later in life.
- Παντρεύτηκε μεγάλος.
- ≈ συνώνυμα: get married
- ⮡ John married Joanna.
- (μεταβατικό) παντρεύω, για τον ιερέα που κάνει μια γαμήλια τελετή στην οποία παντρεύονται δύο άτομα
- ⮡ Their parish priest married them./They were married by their parish priest.
- Τους πάντρεψε ο παπάς της ενορίας τους.
- ⮡ Their parish priest married them./They were married by their parish priest.