marry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας marry
γ΄ ενικό ενεστώτα marries
αόριστος married
παθητική μετοχή married
ενεργητική μετοχή marrying

Ρήμα[επεξεργασία]

marry (en)

Πηγές[επεξεργασία]