matchmaking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

matchmaking < match + making

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

matchmaking (en) (μη μετρήσιμο)

  • το συνοικέσιο
    They got married by matchmaking, not out of feelings for each other.
    Παντρεύτηκαν με συνοικέσιο και όχι από αίσθημα.
    a marriage by matchmaking - γάμος με/από συνοικέσιο
    a matchmaking business - γραφείο συνοικεσίων
    The matchmaking succeeded/failed.
    Πέτυχε/χάλασε το συνοικέσιο.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • matchmaking στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]