maturo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maturo | maturi |
θηλυκό | matura | mature |
maturo (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maturo | maturi |
θηλυκό | matura | mature |
maturo (it)