meatloaf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
meatloaf | meatloves |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
meatloaf (en)
- κιμάς ψημένος στο φούρνο σε φόρμα που μοιάζει με ψωμί, κιμάς ψημένος σε ορθογώνια παραλληλεπίπεδη φόρμα με εξομαλυμένες γωνίες