meĥaniko
(Ανακατεύθυνση από mehhaniko)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meĥaniko | meĥanikoj |
αιτιατική | meĥanikon | meĥanikojn |
meĥaniko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meĥaniko | meĥanikoj |
αιτιατική | meĥanikon | meĥanikojn |
meĥaniko (eo)