memestimo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | memestimo | memestimoj |
αιτιατική | memestimon | memestimojn |
memestimo (eo)
- η αξιοπρέπεια, η αυτοεκτίμηση