meneur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
meneur | meneurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]meneur (fr) αρσενικό
- αυτός που ηγείται, ο ηγέτης, ο πρωτοστάτης, o πρωταίτιος
ενικός | πληθυντικός |
meneur | meneurs |
meneur (fr) αρσενικό