menuise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

menuise < λατινική minutia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
menuise menuises

menuise (fr) θηλυκό

  1. μολύβι, σφαίρα κυνηγών
  2. ξυλαράκι, μικρό κομμάτι ξύλου

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη menuiser