merg

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

merg (ro)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a merge »
  2. 3ο πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a merge »