metodo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | metodo | metodoj |
αιτιατική | metodon | metodojn |
metodo (eo)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]metodo (it)