miskompreno
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miskompreno | miskomprenoj |
αιτιατική | miskomprenon | miskomprenojn |
miskompreno (eo)