miskontakto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miskontakto | miskontaktoj |
αιτιατική | miskontakton | miskontaktojn |
miskontakto (eo)
- κακή επαφή