missilier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- missilier < missile
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
missilier | missiliers |
missilier (fr) αρσενικό
- στρατιωτικός ειδικευμένος στους πυραύλους (missile)