moins-disant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moins-disant | moins-disants |
θηλυκό | moins-disante | moins-disantes |
moins-disant (fr)
- μικρότερη, λιγότερο ενδιαφέρουσα προσφορά από τις άλλες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moins-disant | moins-disants |
moins-disant (fr) αρσενικό
- αναθεώρηση μιας αξίας προς τα κάτω, προς ελάττωση