monaĥejo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monaĥejo | monaĥejoj |
αιτιατική | monaĥejon | monaĥejojn |
monaĥejo (eo)
- το μοναστήρι