mondrenkontiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mondrenkontiĝo < mond(a) + renkontiĝo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mondrenkontiĝo | mondrenkontiĝoj |
αιτιατική | mondrenkontiĝon | mondrenkontiĝojn |
mondrenkontiĝo (eo)