montant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | montant | montants |
θηλυκό | montante | montantes |
montant (fr)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
montant | montants |
montant (fr) αρσενικό
- το ποσό
- ο ορθοστάτης