montenegrano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- montenegrano < montenegr- + -an- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | montenegrano | montenegranoj |
αιτιατική | montenegranon | montenegranojn |
montenegrano (eo)
- ο υπήκοος ή ο καταγόμενος από το Μαυροβούνιο