moped
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
moped | mopeds |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]moped (en)
- (μέσο μεταφορών) το μοτοποδήλατο, το μηχανάκι
- ⮡ With my first few dollars he bought a moped.
- Με τα πρώτα του χρήματα αγόρασε μηχανάκι.
- ⮡ With my first few dollars he bought a moped.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- moped στην αγγλική Βικιπαίδεια