morphine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

morphine (en)

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
morphine < Morphée < λατινική Morpheus < ελληνική, Μορφέας

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /;;;/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
morphine morphines

morphine (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]