moulder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moulder | moulders |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moulder (en)
- (επάγγελμα) (ΗΒ) ο καλουπατζής