mousse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mousse | mousses |
mousse (fr) θηλυκό
- o αφρός
- ce savon fait beaucoup de mousse - αυτό το σαπούνι κάνει πολύ αφρό
- (κομμωτική) o αφρός για τα μαλλιά
- o μούτσος
- το βρύο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mousse (fr) αρσενικό
- ναύτης
- le mousse nettoie le pont - ο ναύτης καθαρίζει το κατάστρωμα