Μετάβαση στο περιεχόμενο

moustique

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
moustique moustiques

moustique (fr) αρσενικό

  1. (έντομο) το κουνούπι
  2. (μεταφορικά) χαϊδευτικό για μικρό παιδί ή μικρόσωμο άνθρωπο

Συγγενικά

[επεξεργασία]