moustique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
moustique | moustiques |
moustique (fr) αρσενικό
- (έντομο) το κουνούπι
- (μεταφορικά) χαϊδευτικό για μικρό παιδί ή μικρόσωμο άνθρωπο