moutonnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- moutonnier < mouton
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moutonnier | moutonniers |
θηλυκό | moutonnière | moutonnières |
moutonnier (fr)
- (παρωχημένο) σχετικός με τα πρόβατα
- (μεταφορικά) που ακολουθά αφελώς τους άλλους