mum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mum | mums |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mum (en)
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mum (tr)
- το κερί (το αντικείμενο)
ενικός | πληθυντικός |
mum | mums |
mum (en)
mum (tr)