municipal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
municipal (en)
- δημοτικός, σχετικός με το δήμο, τη διοικητική υποδιαίρεση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | municipal | municipaux |
θηλυκό | municipale | municipales |
Επίθετο[επεξεργασία]
municipal (fr)