muskedisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muskedisto | muskedistoj |
αιτιατική | muskediston | muskedistojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mus.keˈdis.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : mus‐ke‐dis‐to
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
muskedisto (eo)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- muskedo στην εσπεράντο Βικιπαίδεια