muzo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muzo | muzoj |
αιτιατική | muzon | muzojn |
muzo (eo)
- η μούσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | muzo | muzoj |
αιτιατική | muzon | muzojn |
muzo (eo)