naĝado
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naĝado | naĝadoj |
αιτιατική | naĝadon | naĝadojn |
naĝado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naĝado | naĝadoj |
αιτιατική | naĝadon | naĝadojn |
naĝado (eo)